Δικαίας

Δικαίας
Δικαίᾱς , Δικαία
fem acc pl
Δικαίᾱς , Δικαία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δικαίας — δικαίᾱς , δίκαιος observant of custom fem acc pl δικαίᾱς , δίκαιος observant of custom fem gen sg (attic doric aeolic) δικαίᾱς , δικαία fem acc pl δικαίᾱς , δικαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κομοτηνής — Το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Κομοτηνής σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη τη δεκαετία του 1970. Περιλαμβάνει ευρήματα από όλη τη Θράκη, που καλύπτουν την περίοδο από τα νεολιθικά ως τα βυζαντινά χρόνια. Η οργάνωση της… …   Dictionary of Greek

  • VOX — contracte ex voco, φθόγγος σημαντικὸς Philosopho, sonus significativus, in brutis affectus, in homine anuni sensa, exprimit. Non enim, nisi per prosopopoeiam, ne rei, crimine admissô, posse latere se putent, etiam ipsis aedibus, in quibus id… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παρακατατίθημι — Α 1. εμπιστεύομαι 2. μέσ. παρακατίθεμαι α) καταθέτω, παραδίδω σε κάποιον χρήματα ή πράγματα για φύλαξη, κάνω παρακαταθήκη («παρακαταθέσθαι τὰ δύο τάλαντα», πάπ.) β) (για έντιμο πολίτη) παρέχω εγγυήσεις, διαβεβαιώσεις στην πολιτεία («πάσας τὰς… …   Dictionary of Greek

  • τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”